Η βία δεν είναι ο τόπος του κακού. Βρίσκεται παντού γύρω μας οικοδομώντας κάθε κύτταρο, μόριο, άτομο από το οποίο κάθε δομή και σχέση αποτελείται. Επομένως, διαχέεται σε δίκτυα με ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες, συχνά, κατευθύνσεις, τόσο οριζόντια όσο και κάθετα. Ωστόσο, άλλοτε νομιμοποιείται, άλλοτε όχι και αυτό έχει να κάνει όντως με την προέλευση και τον στόχο ενάντια στον οποίο ασκείται. Αναμφισβήτητα, όταν ο οικογενειάρχης σκοτώνει τη γυναίκα του, ονομάζεται έγκλημα πάθους. Όταν ο έλληνας πυροβολεί με καραμπίνα έναν αλβανό εργάτη/ ρομά, ονομάζεται αυτοάμυνα. Όταν το κράτος καταστέλλει εξεγερτικές κινήσεις, επικαλείται την εναντίωση στη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, σε μία συνθήκη που ουσιαστικά υπερασπίζεται το μονοπώλιό του σε αυτήν. Από την άλλη ερχόμαστε εμείς να υπερασπιστούμε την ίδια μας την ύπαρξη σταματώντας την κανονικοποιημένη ροή της πατριαρχικής βίας. Αυτό μπορεί να είναι το να κυκλοφορούμε τη νύχτα στους δρόμους χωρίς προστάτες, το να αντεπιτεθούμε στον πατέρα ή γκόμενο που τυχόν μας απειλήσει, το να απαντήσουμε στον περαστικό που λέει ψιτ. Το να πούμε «όχι στη βία» δεν είναι για εμάς επιλογή. Εφόσον τη δεχόμαστε συνεχώς, καλούμαστε παράλληλα να αντιδράσουμε/ αποκριθούμε σε αυτήν. Όποιον τρόπο και αν διαλέξουμε, ήδη συμμετέχουμε στη μεταβολή των δυναμικών της. Όποιος, λοιπόν, μπορεί να πει «ενάντια στη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» είναι επειδή έχει το προνόμιο να το κάνει.
Αναγνωρίζουμε, όπως είπαμε, ότι η βία βρίσκεται παντού και τη δεχόμαστε σε διάφορες μορφές, όπως εντός της οικογένειας, των διαπροσωπικών/ερωτικών σχέσεων, στα εργασιακά περιβάλλοντα, σε πολιτικές συνελεύσεις κλπ. Επίσης, σημαντική έκφανσή της θεωρούμε και αυτή που προέρχεται από το κράτος. Συχνά έχουμε μπει στην θέση να υπερασπιστούμε τις εαυτές μας χρησιμοποιώντας βία σε στιγμές επιβολής των παραπάνω μορφών βίας στα σώματα μας, όπως το καλοκαίρι του 2017 στην Σαμοθράκη λόγω της αυτόβουλης εισόδου του Α. Κυρατζή στη σκηνή συντρόφισσάς μας, ο οποίος υπήρξε παραβιαστικός με σεξουαλικοποιημένα κίνητρα, παραβλέποντας κάθε έννοια συναίνεσης*. Για εμάς τέτοιες αντιδράσεις, που περιλαμβάνουν την οικειοποίηση της βίας, με συλλογικούς και φροντιστικούς όρους, έχουν μεγάλη σημασία όσον αφορά τόσο στην εσωτερική ενδυνάμωση, όσο και στην ανατροπή συστημικών δυναμικών που μας βάζουν συχνά σε θέση θύματος. Τέλος είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι το ζήτημα αυτό δεν το προσεγγίζουμε απλώς ιδεολογικά ή θεωρητικά, επειδή, ακριβώς, αυτό αφορά την καθημερινή μας ζωή, την σωματική μας ακεραιότητα, την επιβίωσή μας.
Αφορμή για την ανάγκη μας να μιλήσουμε για την βία, αποτέλεσαν και οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα σε ενδοκινηματικές διαδικασίες για την δολοφονία του Ζακ/ ZackieOh!. Φαινομενικά, είχαν δημιουργηθεί δύο πόλοι. Ο ένας αποτελούνταν από τα queers και τις φεμινίστριες που υποτίθεται ότι απέρριπταν την βίαιη αντίδραση στο γεγονός και γενικά τις βίαιες πρακτικές. Ο άλλος αποτελούνταν από τον κόσμο του α/α χώρου που υποτίθεται ότι υποστήριζε τις πιο «μαχητικές» και συγκρουσιακές αντιδράσεις. Επειδή ακριβώς αυτή η κατάσταση αποτέλεσε ένα ψευδοδίλημμα όπου εκφράστηκαν ένα σωρό φαντασιώσεις που είχε η μία πλευρά για την άλλη, (παραβλέφθηκαν προνόμια, τσουβαλιάστηκαν βιώματα, υποβαθμίστηκαν αγώνες), αποφασίσαμε να τοποθετηθούμε πάνω στο πως βιώνουμε την βία και πως την οικειοποιούμαστε ως φεμινίστριες που απ’ ό,τι φάνηκε δεν χωρούσαμε στο φαντασιακό κανενός (και σίγουρα δεν ήμασταν οι μόνες).
Σε πλαίσιο κυρίαρχου λόγου, η βία δεν αντιμετωπίζεται, φυσικά, ως ενιαία κατηγορία, σε πείσμα της φράσης «ενάντια στην βία από όπου κι αν προέρχεται». Στην πραγματικότητα, ακριβώς έχει σημασία από πού προέρχεται και ποιος είναι ο στόχος της, έτσι ώστε κατά περίπτωση είτε να ποινικοποιείται/ δαιμονοποείται/ εγκληματικοποιείται είτε να νομιμοποιείται/ φυσικοποείται/ κανονικοποιείται/ αορατοποιείται. Ακόμα συμβαίνει να μην αναγνωρίζεται καν ως τέτοια. Στην πλευρά της κανονικοποιημένης βίας συναντάμε την πατριαρχική/ ρατσιστική/ κρατική κλπ βία. Γενικώς τη βία που εκπορεύεται από κάποιον κυρίαρχο πόλο.
Συγκεκριμένα, το ελληνικό κράτος παίζει ενεργό ρόλο στη άσκηση και στη νομιμοποίηση της βίας ενάντια στους μετανάστες και γενικώς μειονοτικά υποκείμενα, περιφρουρώντας την εθνική του καθαρότητα, ενώ παράλληλα τα εκμεταλλεύεται ως υποτιμημένο εργασιακό δυναμικό. Σε καθημερινή βάση οι δρόμοι γίνονται πεδία για φασιστικές επιθέσεις και ξυλοδαρμούς. Οι δολοφονίες μεταναστ(ρι)ών σε ΑΤ αποτελούν υπαρκτό κίνδυνο και αποσιωπώνται πίσω από κλειστές πόρτες. Αφεντικά εκμεταλλεύονται στυγνά τα φθηνά, αναλώσιμα, εργατικά χέρια. Χώρια, μετανάστ(ρι)ες στοιβάζονται στα στρατόπεδα κράτησης υπό άθλιες συνθήκες, ως ζωές που κρίνεται πως δεν αξίζει να βιωθούν. Βέβαια, τα ίδια συμφέροντα υπερασπίζεται ο καθημερινός έλληνας αφού, για παράδειγμα, έχει πλήρη δικαστική και κοινωνική νομιμοποίηση, να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του χρησιμοποιώντας όπλο, όταν το θύμα της βίας του είναι π.χ. ρομά. Φυσικά, εκεί που το ελαφρυντικό της αυτοάμυνας αναγνωρίζεται στον έλληνα χωρίς να ανοίξει μύτη, στην αντίστροφη περίπτωση, που κάποιο μειονοτικό υποκείμενο πράξει ανάλογα, όχι μόνο η βία του δεν θα βρει κανένα πεδίο νομιμοποίησης αλλά η ευθύνη θα αποδοθεί συλλογικά με αποτέλεσμα να οργανωθούν πογκρόμ και λιντσαρίσματα σε ολόκληρες κοινότητες. Τέτοιες κανονικοποιημένες πρακτικές, που συντελούνται συστηματικά προς πειθάρχηση των συγκεκριμένων υποκειμένων, περιτυλίγονται με διάφορες ρητορικές. Συγκεκριμένα είναι πολύ οικεία η εγκληματικοποίηση της ίδιας της ύπαρξης μεταναστών και ρομά καθώς παρουσιάζονται ως μιάσματα, ως εξωτερικές ροές που εισβάλλουν με όρους μικροβίου και μόλυνσης, διαβρώνοντας τον εθνικό κορμό και υποσκάπτοντας την ομοιογένειά του. Βέβαια, γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όταν βλέπουμε πως το κράτος διατηρεί τη συνεχή διοχέτευση αυτών των ροών στην εργασία ως ταξικό πάτο, ως βάση της πυραμίδας της παραγόμενης αξίας. Εκεί συχνά η παρανομοποίηση έρχεται ως αναγκαστική συνθήκη και φυσικά είναι ένα πεδίο που η βία μέσα σε αυτήν είναι βαθιά νομιμοποιημένη.
Πέρα από αυτό, το κράτος είναι ένας πολύ βασικός πυλώνας χρήσης βίας προς διάφορους σκοπούς. Μπορεί να είναι στο πλαίσιο της συμμόρφωσης/ πειθάρχησης, στο πλαίσιο διακρατικών ανταγωνισμών/συγκρούσεων και εθνικής άμυνας, της τιμωρίας/ σωφρονισμού, αλλά και στο πλαίσιο της καταστολής προς την προστασία του πολιτεύματος, της τάξης. Αυτή η τελευταία έκφανσή της αφορά ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι, αυτό των αντιεξουσιαστ(ρι)ών, των λεγόμενων κινημάτων κ.λπ. Δεν θεωρούμε ότι μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με τη ρατσιστική ή πατριαρχική βία, ωστόσο είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που αφορά της ζωές μας, στο οποίο βλέπουμε έντονο το φαινόμενο του να μην ονομάζεται καν ως βία (π.χ. αυτή των μπάτσων).
Μιλώντας, λοιπόν, για κυρίαρχο λόγο, κυρίως μέσω των κλασικών ΜΜΕ αναπαράγεται μια εικόνα αντιεξουσιαστικής βίας αποκομμένης από τις υλικές της διεκδικήσεις, σαν ο σκοπός της να είναι η βία αυτή καθ’ αυτή, καθώς και η διάχυση της. Ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αντιβία που εναντιώνεται σε αυτή που δεχόμαστε από τις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας. Έτσι, αποκομμένη από τις ρίζες της, η εξεγερσιακή βία, αποδίδεται σε ένα συναισθηματικό ξέσπασμα, σε μια αναίτια ψυχολογικοποιημένη «οργή». Δημιουργείται, λοιπόν, αυτό το δίπολο λογική – συναίσθημα, με το συναίσθημα φυσικά να αποτελεί τον αποπολιτικοποιημένο πόλο, τον μη-λόγο. Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να την περιορίσει δικαιολογώντας ακραίες μορφές βίας όπως αυτή της καταστολής. Βέβαια, το επόμενο στάδιο είναι ο εγκλεισμός, μια ακόμα βίαιη πρακτική. Παρόλα αυτά, όσον αφορά την καταστολή και τον εγκλεισμό, ενώ φυσικά είναι μορφές βίας για εμάς πολύ εξόφθαλμες, πάντα παρουσιάζονται ως η λογική αντίδραση στο πλαίσιο του «αγώνα» ενάντια στη βία γενικώς. Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι αυτό είναι από μόνο του ένα παράδοξο! Στην πραγματικότητα, αυτό που ονομάζεται βία γενικώς, είναι η βία των εχθρών του κράτους. Οπότε το τελευταίο χρησιμοποιεί την ισχύ του και επιλέγει ποια βία θα ονομάσει ως τέτοια, «χώνοντας» και το φιλελεύθερο πρόταγμα της εναντίωσης στη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Το φιλελεύθερο όραμα δεν σταματάει εδώ καθώς στη μετανεωτερικότητα οι πορείες, οι επαναστάσεις, οι παρεμβάσεις και όλων των ειδών οι αντίστοιχες πρακτικές είναι παιδικές, ανώριμες, παλιές. Βγαλμένες από μία εποχή την οποία πλέον έχουμε ξεπεράσει και με όπλο του το νόμο και το φιλελεύθερο κράτος, ο πολίτης μπορεί να έχει κάθε ατομική ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να πει βέβαια ότι αυτή είναι η πραγματικότητα στην σημερινή ελλάδα (τουλάχιστον όχι για όλους/ες/α), στην οποία μας δίνεται πληθώρα ερεθισμάτων. Από φιλελεύθερες ρητορικές, όπως η παραπάνω, μέχρι συντηρητικές οι οποίες καταφέρνουν και ευθυγραμμίζονται θαυμάσια η μία με την άλλη, όποτε χρειαστεί.
Πέρα, όμως, από την εκπορευόμενη από το κράτος, είναι σημαντικό να δούμε τη βία στις σχέσεις και συγκεκριμένα την έμφυλη/ πατριαρχική βία. Όχι βέβαια πως το κράτος δεν την προμοτάρει/ ασκεί/ νομιμοποιεί.
Η πατριαρχική βία, λοιπόν, εμφανίζεται φυσικοποιημένη μέσω της διάχυτης κουλτούρας του βιασμού, αλλά και ενδοοικογενειακά. Είναι πολύ διαδεδομένο να ασκείται και να συγκαλύπτεται από πατεράδες, γκόμενους, συζύγους κλπ. και έτσι, δικαιολογείται προς διαφύλαξη της πυρηνικής οικογένειας, προς πειθάρχηση της γυναικείας σεξουαλικότητας στο πλαίσιο της αναπαραγωγής, προς συμμόρφωση, γενικώς, μιας «έκφυλης» σεξουαλικότητας στην ετεροκανονικότητα και στην μονογαμία. Η φιγούρα του σωστού άνδρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβολή και επενδυμένη με το χαρακτηριστικό ότι θα έκανε τα πάντα για να διαφυλάξει την τιμή του. Δεν θα δίσταζε “να βρεθεί αυτή στο χώμα κι αυτός στη φυλακή”. Κι όταν λέμε “αυτή” εννοούμε κάθε γυναίκα που θεωρεί ότι του ανήκει (κόρη, σύζυγος, αδερφή ή όποια γυναίκα εν πάσει περιπτώσει). Επιπλέον, το αντρικό πάθος, η αντρική αχαλίνωτη σεξουαλικότητα παρουσιάζεται σαν φυσικό χαρακτηριστικό που ούτε γίνεται αλλά ούτε και πρέπει να περιοριστεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση βίας (έως και η ακραία έκφρασή της, η γυναικοκτονία) μπαίνει σε πλαίσιο τιμής, πάθους, αγανάκτησης. Οπότε, είναι πολύ σύνηθες κάποια που θα αντισταθεί στο βιασμό της να βρεθεί εκείνη κατηγορούμενη αντί για τον βιαστή. Ακόμα και να μην αντισταθεί, σε εκείνη θα αποδοθούν οι ευθύνες για το συμβάν, με το περιτύλιγμα ότι προκάλεσε αυτή την ανεξέλεγκτη αντρική σεξουαλική ορμή, ότι είχε «ανήθικο» παρελθόν κλπ. Όπως και να ‘χει οι όροι θα αντιστραφούν πλήρως με αποτέλεσμα την κανονικοποίηση, εν τέλει, της πατριαρχικής επιβολής.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η βία συγχέεται συχνά με την φιγούρα του μάτσο άνδρα. Όπως είδαμε, η άσκηση της από τέτοια υποκείμενα είναι κανονικοποιημένη και νομιμοποιημενη. Συγκεκριμένα ενδοκινηματικά παρατηρούμε έναν γενικότερο «φετιχισμό» της άσκησης βίας σαν να επρόκειτο για το ύστατο μέσο πάλης και αγώνα. Το αποτέλεσμα αυτού είναι οι μπρατσωμένοι, «τολμηροί» άντρες να αναγνωρίζονται ως οι πιο «σωστοί αγωνιστές». Καταλαβαίνουμε, εν ολίγοις, ότι αυτή η λογική καταλήγει να διαμορφώνει το ιδανικό πλαίσιο για την ανάδειξη των κυρίαρχων αρρενωποτήτων, στους οποίους πολλές φορές συγχωρούνται σεξιστικές συμπεριφορές λόγω των κινηματικών τους «παρασήμων». Ταυτόχρονα, άλλα υποκείμενα που για διάφορους λόγους δεν συμμετέχουν στη βίαιη σύγκρουση αυτόματα θεωρούνται λιγότερο ικανά και μαχητικά (όπως μια μετανάστρια χωρίς χαρτιά που δεν θέλει να ρισκάρει να απελαθεί, ένα μη αρτιμελές άτομο κλπ). Επιπλέον, άτομα που θέλουν να συμμετάσχουν σε βίαιες συγκρούσεις πολλές φορές αποθαρρύνονται λόγω του κλίματος αντρικού ανταγωνισμού και σεξισμού που κυριαρχεί σε αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο «φετιχισμού» της βίας, συναντάμε και την υπονόμευση άλλων μορφών αντίστασης ως υποδεέστερες ή και μη πολιτικές ακόμη κι αν ενέχουν τον κίνδυνο βίαιης σύγκρουσης. Παράδειγμα μιας τέτοιας αντίστασης είναι το να βγει βόλτα μια τρανς γυναίκα με τα ρούχα που γουστάρει, όντας η εαυτή της και επιτελώντας το φύλο της, όπως τα cis άτομα κάνουν ανενόχλητα. Αυτή είναι αδιαμφισβήτητα μια τολμηρή και ριζοσπαστική πράξη που έρχεται να διαταράξει την πατριαρχική κανονικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση ακόμη κι αν δεν χρησιμοποιείται άμεσα η χρήση βίας, προϋποτίθεται η έκθεση σε πιθανή επίθεση και η ετοιμότητα να αντιμετωπιστεί.
Εμείς με τη σειρά μας, από τη στιγμή που κατανοούμε ότι δεν γίνεται να ξεφύγουμε από τη βία, την πολιτικοποιούμε και τη θεωρούμε πρακτική προς οικειοποίηση. Δεν παρακολουθούμε καθόλου ρητορικές που αναπαράγουν ότι η βία είναι μόνο όπλο των ανδρών και τη συνδέουν γενικώς με την αρρενωπότητα, υπονοώντας κιόλας ότι κάθε αρρενωπό στοιχείο από τη φύση του είναι κακό και πρέπει να το αποβάλλουμε. Τέτοιες λογικές παραβλέπουν τη δική μας πραγματικότητα, τις καθημερινές μας αντιστάσεις, το ανέφικτο της αποφυγής της βίας. Επίσης, παραβλέπουν την ιστορία του γυναικείου και queer κινήματος που είναι γεμάτο από στιγμές εξεγερσιακής βίας (π.χ.Στόουνγουολ). Εξάλλου, σε μια κοινωνία πατριαρχικά δομημένη δεν υπάρχουν «καθαρά» εργαλεία και μέσα ανεπηρέαστα από το σεξισμό ή από άλλα συστήματα καταπίεσης. Ως φεμινίστριες επιλέγουμε να μεταστρέφουμε, να αντιστρέφουμε, να επανοικειοποιούμαστε όποιο εργαλείο μπορεί να μας προσφέρει η υπάρχουσα πραγματικότητα προκειμένου να αντισταθούμε σε όσα
μας καταπιέζουν. Αρνούμαστε να κάνουμε πολιτική αιωνίως πάνω σε θύματα και πτώματα, έτσι ώστε η δράση μας να είναι μία αέναη διαμαρτυρία προ τετελεσμένων γεγονότων. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία η στήριξη αυτών που αντέδρασαν, όσο βέβαια και των επιζωσών και γι’ αυτό, χρησιμοποιούμε βία ως άμυνα και ως επίθεση έναντι στο κυρίαρχο, στα αφεντικά, στους κακοποιητές και στο κράτος, μέσα από τη συλλογικοποίηση των βιωμάτων μας και βάζοντας τα δικά μας χαρακτηριστικά σε αυτήν. Επίσης, το γεγονός και μόνο να παράγουμε αντισεξιστικό λόγο, να βγούμε με τα ρούχα που θέλουμε και γενικότερα να υπάρξουμε με τους όρους που επιλέγουμε είναι αυτόματα κάτι ανατρεπτικό, συγκρουσιακό και «βίαιο» προς το υπάρχον. Η ενδυνάμωση των σχέσεων μας, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα και η τρυφερότητα γίνονται τα όπλα μας σε αυτές τις καθημερινές μάχες. Οι απαντήσεις μας είναι πλέον στο δρόμο. Επανοικειοποιούμαστε τη βία και δεν την αφήνουμε στα χέρια των καταπιεστών μας.
*Το 2017 γράφτηκε το μπροσουράκι «Γαϊδουράγκαθα» από μια πρωτοβουλία ατόμων που βρέθηκε τότε στη Σαμοθράκη. https://gaidouragkatha.files.wordpress.com/2018/03/gaidouragkatha1.pdf